- υαλοπώλης
- οέμπορος που πουλάει γυάλινα αντικείμενα, γυαλάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υαλοπώλης — ο, Ν πωλητής αντικειμένων από γυαλί, ιδιοκτήτης υαλοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + πώλης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
υαλοπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης γυάλινων σκευών, γυαλάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υαλοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑαλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek
Ντομιέ, Ονορέ — (Daumier Honore, 1808 – 1879). Γάλλος λιθογράφος, ζωγράφος και γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και όλων των εποχών. Ο πατέρας του, υαλοπώλης με ποιητικές φιλοδοξίες, εγκατέλειψε το 1814 τη Μασσαλία και… … Dictionary of Greek